Β΄ - Α, τι νύχτα ήταν εκείνη...Και λέει, μόνο να πεθάνω ήθελα, και πώς γυρίσαν όλα κι
ανατρέχουν, κύκλο τον κύκλο τ’ αφρισμένα στο νερό,
κύκλο τον κύκλο οι ζωές των ξένων, με ηλικίες αλλόκοτες
ξανάβρισκαν—
στο άγριο των οραμάτων ο βυθός, και στον ασάλευτο αέρα
που άδειαζε, ώ της ερήμου αρμάδες, ώ φτερά, κι ο θρήνος
τα λιωμένα γλείφοντας.
Οι πόλεις, ράκη αστροφεγγιάς, πνέουν, το κόκκινο λειρί τους
στην αντάρα, ζωές των ξένων, η ώρα μία της νυκτός προφτά-
νοντας με το συρμό των καταιγίδων—
κι εγώ που μόνο ήθελα, εγώ
Απόκοτη, όπως ταίριαζε, και χλιαρή από το πλήθος των
αιμάτων, έτσι πεσμένη, πριν κριθεί, εχάθη
στης πικροθάλασσας το κύμα, στ’ ανοιχτά.
Κι αερική, σαν πέρασμα καραβανιών, τρελών θιάσων,
φάρμακο που αρδεύει, αργό, ρούχο αργό των ίσκιων,
που της ταίριαζε,
σαράντα οργιές σκορπίζει στ’ ανοιχτά, σαν οπτασία που
ανθεί στα ξένα, σαν λυπημένο αγρίμι σκόρπιζε, στο κύμα
που φιλεί, και στ’ αξημέρωτα, όπου κοκόρι δεν σημαίνει,
σε ράχη ολόμαυρη,
το χέρι της φυλλοβολεί.
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, δεν είναι πια
πρωί, βορράς να φεύγουν, όσοι μονάχα εμποδισμένοι
και νυχτερινοί.
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή, τι σκοτεινό ανα-
τρίχιασμα, στους λάκκους, σημάδια που άλλοτε μικρός
περιηγητής,
δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή, παρέκει θρόισμα τε-
λειώνει τ’ ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας, πίσω απ’
τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που ζυγίστηκε
ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά—
τρελό φεγγάρι.
Θα ’ρθούνε χρόνοι κοπετών, μαγείας, ξανά η άπιστη σε
φονική αγκαλιά, κι η βλάστηση, ξανά, διαβρώνοντας
τις χαμηλές ρωγμές των τοίχων, τα φορέματα, όπλα που
επήραν τις ζωές ανδρείων,
κι απ’ τα ονόματα των άστρων που έφεγγαν, μήτε η λέξη
εωσφόρος, μήτε αλί—
Και θα σωπαίνεις πιο καλά, για να μ’ ακούς, φωνή αγνώ-
στου μέσα στο σκοτάδι, το αχ του τιμωρού που ρίχνει
τ’ άρματα, το πότε πια,
το πείσμα του αγγελιοφόρου, που αναπλέοντας με κίνδυ-
νο σε κοίλους χώρους, το στόμα του εσφράγισε και
περιμένει.
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε γεια,
καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κορυφές, τ’
ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες μιας απύθμενης
υπνολαλίας,
κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι
αυτό τούς σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστημα,
μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν—
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό των αρω-
μάτων σε κλεισμένους χώρους, τον ταπεινό αιγιαλό,
τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο των
ονείρων.
Αφού το φίλημα στις σκάλες, ο αποχωρισμός, τα πλοία,
το δαιμονικό, η ολέθρια δούλη, κι αφού το ζάλισμα, λευ-
κός αέρας και πανιών θυμός,
άδικα το χρυσάφι, τόσο, τα μαλλιά πού χύνονταν.
Η αναγνώριση, ξανά, γιατί θα ’ρθεί, να γίνει αυγή, δάγκωμα
κόβοντας στα δυο τον κόσμο, τα θαύματα, και τα νερά.
Να τρέμουν όσοι αγαπήθηκαν, και πώς, το αλάφιασμα, η
άγρια γύμνια, φτάνει, κι εδώ καθηλωμένοι, πώς, να γίνει
πάλι να χαθούν, και πώς, σαν ουρλιαχτό,
σαν ουρλιαχτό πέφτει το αίσιο τέλος και—
Για πάντα δεν είναι κανείς, ούτε διαρκεί, κανείς δε θά ’ρθει
απ’ την άλλη όχθη, στις εκβολές βραδυπορώντας με φωτιές.
Κι ανίσως το βραδάκι, στα σβηστά, με αδειανό σακούλι
ξεπεζεύει, πάλι απόξενος, δεν εννοεί, και λιποτάκτης δεν
μπορεί ούτε γνωρίζει.
Σαν ένας, λέει, που πλοηγώντας θα ξυπνά στη μαύρη λίμνη,
κι όπως παντού η σιγαλιά κι η άπνοια σκιάζει, στις φλέβες
του αφουγκράζεται το αιμοβόρο ψάρι,
και γύρω χόρτα πνίγουν τα περάσματα, των ναυτικών τα
ίχνη,
τα έια μάλα.
Μικρό μου, μήτε απ’ τα πουλιά και μήτε—
Ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι, κι άλλο μην πεις, και μη
ρωτάς, που κλείδωσαν, απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέ-
μιζε τα λόγια αλλιώς,
μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων,
το αίμα, τα αίματα, που μια στιγμή, σαν μακρινό μετέωρο
βουτώντας, το αίμα, μια στιγμή αγνάντεψε τα χαμηλά της
φώτα, την κάπνα πόλης που σωπαίνεται, σώμα βαρύ, κι
άλλο μην πεις, μην τραγουδάς, τα λόγια αλλιώς,
απ’ τα πουλιά τους φόνους της πενθεί, απ’ τα πουλιά και
μήτε, η πυρκαγιά, η πυρκαγιά ερημική,
μικρό μου—
Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά, για πάντα
εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για πάντα το κακό σημάδι
του, παραφροσύνη δίχως γυρισμό, φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία που εξαντλεί.
Κι ό,τι πονά, κι αν λησμονιέται την αυγή, μια νύχτα άλλη,
πλανήτης βάσκανος, ραγίζει η ανατολή, κι ανάρια λάμποντας
το πέρασμά του στο σκοτάδι, σαν ερπετό, μεγάλη σαύρα
που βουτά, θα ’ρθεί, μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο
και χλωρό κεφάλι, θα ’ρθεί, κατάχλωρος απ’ τη φωτιά, κι
ό,τι εξαντλεί, σαΐτα, βόλι και κακό φιλί,
ο μάγος έρωτας, ο τρόμος έρωτας το φέρνει πάλι.
Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το χέρι που
τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει στα παλιά του
αίματα, καιρός που λησμονεί,
κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα χείλη
πρώτα, το κατάσπρο φόρεμα—
Σαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα βαριά πανιά,
τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,
κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το στρώμα,
τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό, φυσάει τρελή νοτιά,
ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα.
-------------------------------------------------------------
B’ - Ah, quelle nuit c’était…
Et elle dit, je voulais seulement mourir, et comment tout a changé et remonte, de cycle en cycle les écumants dans l’eau, de cycle en cycle les vies des étrangers, en des âges singuliers retrouvaient -
Dans la sauvagerie des apparitions le fin fond, et dans le vent figé qui vidait, ô armadas du désert, ô plumes, et la lamentation léchant les restes fondus.
Les villes, lambeaux de nuit étoilée, soufflent, leur crête rouge dans la brume, vies des étrangers, au cœur de la nuit parvenant avec le défilé des tempêtes -
et moi qui voulais seulement, moi
Follette, comme il seyait, et tiède de la multitude de sangs, ainsi effondrée, avant d’être jugée, s’est perdue
dans la vague de la mer amère, au large.
Et elle pur esprit, comme un passage de caravanes, de troupes en folie, remède qui irrigue, lent, vêtement lent, d’ombres, qui lui seyait,
quarante brasse elle disperse au large, comme une vision qui s'épanouit à l’étranger, comme un fauve attristé dispersait, dans la vague qu'elle embrasse, et dans les nuits sans fin, où aucun coq ne sonne matines, sur un versant tout noir
sa main se défeuille.
L’endroit a changé et ce n’est plus, ce n’est plus le matin, le vent du Nord pour qu’ils partent, ceux seulement qui sont empêchés et nocturnes.
Une forêt se verrouille, piège obscur, quel obscur frisson, dans les flaques, des signes qu’autrefois un petit voyageur,
effilochure de damas, fil d’argent, plus loin un bruissement achève ses riches vêtements.
Et comme la trajectoire d’un brillant assassin, en aveuglant, derrière les arbres se couche de plus en plus, l’ombre qui fut pesée en haut, une lune déchirant follement –
folle lune
Viendront des temps de lamentations, de magie, à nouveau la femme infidèle dans des bras meurtriers, et la végétation, à nouveau, érodant les fissures basses des murs, les robes, des armes qui prirent les vies de braves,
et d'entre les noms des astres qui brillaient, ni le mot lucifer, ni hélas –
Et tu te tairas mieux, pour m’écouter, voix d’un inconnu dans l’obscurité, le soupir du vengeur qui abat les chars, le quand donc,
l’obstination du messager, qui traçant sa route au péril en des lieux encaissés, a scellé sa bouche et attend.
Toujours de nuit voyagent les grands adieux, fortunés les morts qui restent éveillés, cabotant sur les cimes, sur l’extrémité des coups de tonnerre, dans les fourrés d’une divagation insondable en plein sommeil,
et comme lion dans le ravin ne se rassasie pas, ce petit nuage là leur laisse sa marque, embrasant le tranchant, la stature, sombre, le regard qui était –
Comme si leur manquaient la fuite rafraîchissante, le ravage des parfums en espaces clos, l’humble rivage,
le terrible terrier du sommeil dans la fuite, le presque rien des rêves.
Puisque le baiser aux escales, les adieux, les bateaux, le vent déchainé, l’esclave malfaisante, et puisque le vertige, le vent blanc et des voiles la fureur,
en vain les ors, tellement, les cheveux qui se répandaient.
La reconnaissance, à nouveau, parce que viendra, qu’advienne l’aube, morsure coupant en deux le monde, les miracles, et les eaux.
Que tremblent ceux qui furent aimés, et comment, l’effarouchement, la nudité farouche, suffit, ici aussi figés, comment, faire qu’à nouveau ils se perdent, et comment, comme un hurlement,
comme un hurlement tombe la fin heureuse et -
Pour toujours il n’y a personne, ni ne perdure, personne ne viendra de l’autre rive, marchant lentement aux embouchures avec des feux.
Et si jamais le soir, tous feux éteints, avec sa bourse vide met pied à terre, à nouveau étranger à tout, ne veut pas, et déserteur ne peut ni ne connaît.
Comme quelqu’un, dit-on, qui pilotant s’éveillera dans le lac noir, et comme partout le silence et le calme plat effarouche, dans ses veines tend l’oreille le poisson sanguinaire,
et des herbes alentour étouffent les passages, les traces des marins,
les ho hisse
Mon petit, ni de par les oiseaux et ni même –
que cesse enfin ce chant, et ne dis plus rien, et ne demande pas, où ils ont enfermé, de ses hautes fenêtres elle précipitait les paroles sinon,
destinée dorée et juste des suicidés,
le sang, les sangs, qui un instant, comme un lointain météore plongeant, le sang, un instant a contemplé ses faibles lumières, la fumée d’une ville qui se tait, corps lourd, et ne dis plus rien, ne chante pas, les paroles sinon,
de par les oiseaux elle tient le deuil de ses meurtres, de par les oiseaux et ni même, l’incendie, l’incendie désertique,
mon petit –
Il y a eu des méfaits et ils ont pesé lourd, et ce qui fait mal, pour toujours ici, pour toujours demeure, méchant baiser, pour toujours sa marque mauvaise, démence sans retour, menace qui assombrit,
un régime sacré de viande qui épuise.
Et ce qui fait mal, et même si c’est oublié à l’aube, une nuit autre, planète de mauvais augure, se fendille le levant, et resplendissant de temps en temps ses passages dans l’obscurité, comme un reptile, grand lézard qui bondit, viendra, après l’angoisse dans les sentes, corps brûlé et tête tendre, viendra, tout verdi par le feu, et ce qui épuise, flèche, projectile et méchant baiser,
l’amour sorcier, l’amour terreur le ramène à nouveau.
Réveille-toi, il crie, et ne pleure pas, lui cria-t-il, la main qui a puni et s’enfuit, à nouveau trempe dans son sang d’autrefois, temps qui oublie,
et à revers s’écoulant le poison, a verdi les lèvres d’abord, la robe toute blanche –
Comme le vaisseau naufragé, qui un jour émerge, avec les voiles alourdies, les marins, les bois détrempés,
une vague puissante le renverse avec colère, déchire le matelas, les garnissages luisants, berceau flottant, souffle un vent fou du Sud,
réveille-toi, et la nuit abolit les crimes.
in "
En couronne de lumière", 1989, Kedros.
traduction :
Marie-Laure Coulmin Koutsaftis